- στρατοκρατικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται στη στρατοκρατία: Στρατοκρατικό καθεστώς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρατοκρατικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοκρατία («στρατοκρατική κυβέρνηση»). επίρρ... στρατοκρατικώς και στρατοκρατικά Ν με στρατοκρατικό τρόπο, με στρατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
μιλιταριστικός — ή, ό [μιλιταριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μιλιταρισμό ή στον μιλιταριστή, στρατοκρατικός («μιλιταριστική νοοτροπία») … Dictionary of Greek